αλοιμός

αλοιμός
ἀλοιμός, ο (Α)
(για διακόσμηση τοίχου) γυαλάδα, λουστράρισμα ή σοβάτισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ἀλοιμὸς αντί *ἀλοιμμὸς < *ἀλοιφμὸς < ρ. ἀλείφω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”